- προθύσεως
- προθύσεω̆ς , πρόθυσιςbase of an altarfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόθυσις — ύσεως, ἡ, Α [προθύω] 1. η πρώτη κρηπίδα βωμού, η βάση («τοῡ βωμοῡ τοῡ ἐν Ὀλυμπία κρηπῑδος τῆς πρώτης, προθύσεως καλουμένης», Παυσ.) 2. προκαταρκτική θυσία … Dictionary of Greek